κατοχικός

κατοχικός
-ή, -ό
που αναφέρεται στην περίοδο της ξένης κυριαρχίας ύστερα από πόλεμο: Η κατοχική κυβέρνηση είχε υπουργούς δωσίλογους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατοχικός — ή, ό [κατοχή] 1. αυτός που αναφέρεται στην περίοδο ξένης κυριαρχίας σε μια χώρα ή έχει συμβεί κατά την περίοδο αυτή 2. αυτός που αναφέρεται στην περίοδο τής κατοχής τής Ελλάδας από τις δυνάμεις τού Άξονα, 1941 1944 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”